- γραφόμετρο
- τοτοπογραφικό όργανο για την ακριβή μέτρηση οριζόντιων γωνιών στο έδαφος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γραφή — Τεχνική που επινοήθηκε από τον άνθρωπο για να επικοινωνεί με τους άλλους και συνίσταται στην ορατή και σχετικά διαρκή αποτύπωση είτε του περιεχομένου, είτε, στις πιο εξελιγμένες φάσεις, της ίδιας της μορφής των γλωσσικών σημείων. Η πρώτη γ. ήταν… … Dictionary of Greek
γραφομετρία — η 1. μέτρηση τών διαστάσεων τής γραφής για την πιστοποίηση τής ταυτότητας ή τής διαφοράς δύο γραφικών χαρακτήρων 2. καταμέτρηση επιφανειών με το γραφόμετρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γραφή + μετρία*, αντιδάνειο τής Ελληνικής πρβλ. γαλλ. graphometrie] … Dictionary of Greek
γραφομετρικός — ή, ό ο σχετικός με τη γραφομετρία ή το γραφόμετρο … Dictionary of Greek
γωνιόδισκος — ο το γραφόμετρο … Dictionary of Greek